- θεόπνευστος
- θεόπνευστοςinspired of Godmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόπνευστος — η, ο (AM θεόπνευστος, ον) αυτός που γίνεται με θεία έμπνευση («θεόπνευστο κήρυγμα») αρχ. ιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πνευστος (< πνέω), πρβλ. ευ ανά πνευστος, ηδύ πνευστος] … Dictionary of Greek
θεόπνευστος — η, ο αυτός που εμπνέεται από το Θεό: Θεόπνευστος προφήτης. – Η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστο βιβλίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεοπνεύστως — θεόπνευστος inspired of God adverbial θεόπνευστος inspired of God masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόπνευστον — θεόπνευστος inspired of God masc/fem acc sg θεόπνευστος inspired of God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπνεύστοιο — θεόπνευστος inspired of God masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπνεύστοις — θεόπνευστος inspired of God masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπνεύστοισιν — θεόπνευστος inspired of God masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπνεύστου — θεόπνευστος inspired of God masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπνεύστους — θεόπνευστος inspired of God masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπνεύστων — θεόπνευστος inspired of God masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)